- σολινταρισμός
- ο, Ν1. θεωρία που διακηρύσσει την αναγκαιότητα τής κοινωνικής και επαγγελματικής αλληλεγγύης2. κίνηση που υιοθετεί την αντίληψη αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solidarism < αγγλ. solidary (< λατ. [in] solidum «για όλους, για το σύνολο» < solidus «στέρεος, ολόκληρος») + κατάλ. -ism).
Dictionary of Greek. 2013.